- αδιάστροφος
- -η, -ο (Α ἀδιάστροφος, -ον)1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν είναι δυνατόν να υποστεί μεταστροφή, αλλαγή2. ο μη διαστρεβλωμένος ή παραμορφωμένος, αναλλοίωτος, πραγματικός3. ο ηθικά υγιής, ο μη διεφθαρμένοςαρχ.1. μη επιδεκτικός στροφής, άκαμπτος, αλύγιστος, άτεγκτος («νόμος αδιάστροφος»)2. αναμφισβήτητος, ακαταμάχητος, αδιάσειστος3. (για πρόσωπα) ο μη εξαχρειωμένος4. (για φάρμακα) ασφαλής, αποτελεσματικός, δραστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διαστρέφω.ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαστροφία].
Dictionary of Greek. 2013.